- χρυσοπέρδικα
- η1. η χρυσή πέρδικα.2. η ωραία γυναίκα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρυσοπέρδικα — η, Ν μτφ. πολύ όμορφη γυναίκα («μέσ στα πετρωτά μια χρυσοπέρδικα πετά», δημ. τραγούδι) … Dictionary of Greek